ΔΙΑΤΙ ΓΡΑΦΟΜΕΝ ΚΑΙ ΞΑΝΑΓΡΑΦΟΜΕΝ

+ Ο ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΑΚΑΙΝΟΤΟΜΗΤΟΥ ΓΝΗΣΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ: ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΝ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗ ΚΟΡΩΠΙ Τ.Κ.19400 Τ.Θ. 54 ΤΗΛ.210.6020176, 210.2466057 Α.Π. 137 Ἐν Κορωπίω 18 ‘Ιανουαρίου 2013 (ε.η.) ΘΕΜΑ: ΔΙΑΤΙ «ΓΡΑΦΟΜΕΝ» ΚΑΙ «ΞΑΝΑΓΡΑΦΟΜΕΝ» ΚΑΙ «ΓΙΝΩΜΕΘΑ ΒΑΡΕΤΟΙ» ΣΕ ΜΕΡΙΚΟΥΣ; ΙΔΟΥ ΤΙ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΙ ΤΡΟΠΟΝ ΤΙΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΑΜΕΝ ΕΙΣ ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΕΠΕΧΕΙΡΗΣΑΝ ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΝ ΝΑ ΜΑΣ ΦΙΜΩΣΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΑΝΑΓΚΑΣΟΥΝ ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΩΜΕΝ ΤΟΝ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΙΕΡΟΝ ΑΓΩΝΑ: ‘Αγαπητοί στήν ἀπορία σας «διατί γράφομεν καί ξαναγράφομεν» σᾶς ἀπαντῶμεν συνοπτικῶς καί μέ πατερικήν τεκμηρίθωχιν: 1) Γράφομεν, διότι σήμερον, οπως καί κατά τήν εποχήν τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Ανατέτραπται μεν τα της ευσεβείας δόγματα, συγκέχυται δε Εκκλησίας θεσμοί. Φιλαρχίαι δε των μη φοβουμένων τον Κύριον ταις προστασίαις επιπηδώσι (γίνονται δηλαδή Επίσκοποι οι φίλαρχοι) και εκ του προφανούς λοιπόν άθλον δυσσεβείας η προεδρία πρόκειται, ( η Επισκοπή είναι το έπαθλο για τους ασεβείς ), ώστε ο τα χαλεπώτερα βλασφημήσας εις επισκοπήν λαού προτιμότερος (επίσκοπος γίνεται ο πλέον βλάσφημος)......Ημαύρωται κανόνων ακρίβεια, εξουσία του αμαρτάνειν πολλή......» (Μ. Βασιλείου ΕΠΕ, 3,86). 2) Γράφομεν διότι "νύν κατακλυσμού καιρός, ουχί υδάτων, αλλά αιρέσεως και λόγων δυσσεβούς κακοδοξίας», ὁ δέ Κύριος ἐντέλλεται, ὅτι "έν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως, "καιρός του λαλείν, καί οὐχί τοῦ σιγᾶν". (Εκκλ. γ΄ 7). (Βλ. Θεοδώρου Στουδίτου, PG. 99, 1321). Ἡ "σιγή (ἐν προκειμένω) των λόγων (της αληθείας) αναίρεσις των λόγων της πίστεως εστίν" (Μαξίμου Ομολογητού, PG. 90). .... Έν προκειμένω, η "σιωπή μέρος συγκαταθέσεως πρός την αίρεσιν έστιν" (Θεοδ. Στουδίτου, PG. 99, 1121), όπερ σκάνδαλον μέγιστον. Γράφω, διότι ὁ θεῖος λόγος πρός τούς ούτω βαρέως αμαρτάνοντας, ο θείος λόγος βοά:"Ίνα τί παρεσιωπήσατε ασέβειαν και τάς αδικίας αυτής ετρυγήσατε"; (Ώσ. ι΄ 13). 3) Γράφομεν διότι πάς Ορθόδοξος σήμερον ὀφείλει νά λάβη μέρος εἰς τόν καλόν αγώνα του αντιαιρετικού λόγου, κατά δύναμιν. "Πάς φιλόθεος άνθρωπος πρός διδασκαλίαν αυτεπάγγελτος», λέγει ὁ Μεγας Βασίλειος: (Μ. Βασιλείου, PG. 32, 1037). Ούχι μόνο δέ ο κληρικός και μοναχός, αλλά και ο λαικός: "Ταύτα και λαικοίς νομοθετώ". Λέγει Γρηγόριος ο Θεολόγος, "ταύτα και πρεσβυτέροις εντέλλομαι, ταύτα και τοίς άρχειν πεπιστευμένοις". Ποία ειναι αὐτά; "Βοηθήσατε τώ λόγω πάντες, όσοι τό δύνασθαι βοηθείν έκ Θεού" έχετε (PG. 36, 308). Ο δέ άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφει πρός τον Παντολέοντα Λογοθέτην, τά ἑξῆς: "Ὅτε περί πίστεως ο λόγος, ούκ έστιν ειπείν, εγώ τίς είμι; Ιερεύς; άλλ' ουδαμού. Άρχων; καί ούδ' ούτως" (PG. 99, 1321). Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος: "Λάλει, ούν κυριέ μου, λάλει. Διά τούτο καγώ ο τάλας, δεδοικώς το κριτήριον (της δευτέρας παρουσίας), λαλώ" (αυτόθι). Διότι "καί αυτός ο πένης πάσης απολογίας εστέρηται έν ημέρα κρίσεως, μή τανύν (τώρα) λαλών, ώς κριθησόμενος και διά τούτο μόνον" (αυτόθι)". 4) Γράφομεν διότι: "Φοβερόν της σιωπής κρίμα" (Θεοδώρουτ Στουδίτου, PG. 99, 1076), κατά δέ τόν Κύριλλον 'Αλεξανδρείας: "Εί γάρ δυσφημείται Χριστός (νύν δέ έν τώ προσώπω της Ορθοδοξίας), πώς ημείς σιωπήσωμεν" (Κυρίλλου Άλεξανδρείας, Μ. 4, 1016). Έν προκειμένω, "άφωνος γίνεται" ουχί ο Ορθόδοξος, άλλ' ο νεκρωθείς υπό της αιρέσεως και "πρός την αντίδοσιν του κακού μένων ακίνητος", ὡς τονίζει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης (PG. 44, 728)". 5) Γράφομεν διότι: "Ἡ Ἐκκλησία δέν ειναι ἀνθρώπινος, ἀλλά θεανθρώπινος ὀργανισμός. Ἄν ητο ἀνθρώπινος ὀργανισμός θά ειχε πρό πολλοῦ διαλυθεῖ. 'Αλλά δέν πρόκειται ποτέ νά διαλυθεῖ, ὅσες λυσσαλέες ἐπιθέσεις καί ἄν δεχθεῖ. Κανείς ἐχθρός δέν θά μπορέσει νά τήν διαλύσει. 'Ακόμη καί οἱ "πῦλες τοῦ Ἄδου" δηλαδή ὅλες οἱ αἱρέσεις δέν θά μπορέσουν νά τήν νικήσουν. Τό εἶπεν ὁ Κύριος: "Πύλαι ἅδου οὐ κατιχύσουσιν αὐτῆς" (Ματθ. 16, 18). Ἡ 'Εκκλησία πάντοτε θά ὑπεριχύει τῶν ἀντιπάλων Της. Πάντοτε θά ἀναδεικνύεται νικήτρια. ἤτοι "οὐρανοῦ ὑψηλοτέρα καί γῆς πλατυτέρα". Καί ὅταν μένει μέ ἐλαχίστους ἐπί τῆς γῆς. Διότι "ἡ Ἐκκλησία ἐστίν καί ἐν τρισίν προσώποις ὁριζομένη". Καί διότι "ἡ δύναμίς Της ἐν ἀσθενεία τελειοῦται". 'Αφοῦ 'Εκκλησία ειναι ὁ Σταυρωθείς καί 'Αναστάς Χριστός. Ειναι "ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αῖῶνας". Καί ὁ Χριστός, ἡ Κεφαλή Της, "χθές καί σήμερον ὁ αὐτός ακί εἰς τούς αἰῶνας". Ειναι τό "'Εσφαγμένον Ἀρνίον" τό ὁποῖον "ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσει". 6) Γράφομεν διότι: "Δέν ἀποτελεῖ ἐνοχήν (ἐν προκειμένω) μόνον τό ἀνυπόγραφον (ἀναφέρεται εἰς ἀνωνυμα λιβελλογραφήματα ἐναντίον του), οὔτε ἡ ἀργολογία, οὔτε ἡ "λάθρα καταλαλιά κατά τοῦ πλησίον", οὔτε κἄν οἱ συκοφαντίες, τά ψεύδη καί αἱ διαστροφαί, διά τά ὁποῖα πρέπει κάποιος νά φεύγει μακράν ἀπό αὐτούς, κατά τό "φεύγετε μακράν αὐτῶν ὡς φεύγει τις ἀπό ὄφεως" (Ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός) , καί νά μή "συγκοινωνεῖ τοῖς ἔργοις τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους", ἀλλά καί τό χειρότερον, ὅτι σκοτισθέντες παντελῶς ἠρνήθησαν τήν Ὁμολογίαν, ἐγκατέλειψαν τήν μόνην Κιβωτόν τῆς σωτηρίας καί περιέπεσαν εἰς τήν σύγχρονον παναίρεσιν τοῦ παλαιοημερολογιτικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία δέν βλάπτει ὀλιγώτερον ἀπό τήν παναίρεσιν τοῦ νεοημερολογιτικοῦ καί παπικοῦ οἰκουμενισμοῦ. 7) Γράφομεν λαμβάνοντες ὑπ’ ὄψιν καί τά ὅσα ἀναγράφει ὁ π. Γεώργιος Καψάνης, εἰς τό ὑπό τόν τίτλον "ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ" παρατιθέμενον ἀπόσπασμα: "Οἱ ἐπιμένοντες τῇ αἱρέσει αἱρετικοὶ θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρας ὡς «ἀκάθαρτοι», «ἀντίπαλοι Χριστοῦ», «ἱερόσυλοι καὶ ἁμαρτωλοί», «ἀντικείμενοι (τῷ Χριστῷ) τουτ’ ἔστι πολέμιοι καὶ ἀντίχριστοι», «οὖς ὁ Κύριος πολεμίους καὶ ἀντιπάλους λέγει ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις» (Κανὼν Καρχηδ.), «νεκροί» (Ἀγ. Ἀθαν. λθ’ ἐορτ. ἐπιστ.), «ἐχθροὶ τῆς ἀληθείας» (ἀ’ ΣΤ’). Ἡ αἵρεσις δὲ χαρακτηρίζεται ὡς «πλάνη» καὶ «φαυλότης» φέρουσα τὸν ὄλεθρον (νζ’ Καρθαγ.), ὡς «στρεβλότης» (Κανὼν Καρχηδ.), ὡς «ἐλεεινὴ πλάνη» εἰς τὴν ὁποίαν «κατεδέθησαν» οἱ αἱρετικοὶ (ξστ’ Καρθαγ.), ὡς «μεμιασμένη κοινωνία» (ξθ’ Καρθαγ.), ὡς «ῥίζα πικρίας ἄνω φύουσα», ἥτις «μίασμα γέγονε τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ τῶν χριστιανοκατηγόρων αἵρεσις» (ἰστ’ Ζ’). Ἡ αἵρεσις «ἐγκαταλείπουσα» ἀμέσως ἢ ἐμμέσως «τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ» καταντὰ «κεκρυμμένη εἰδωλολατρεία» (λε’ Λαοδ.) καὶ ἀθεΐα («τοὺς τῆς ἀσεβείας πρὸς ἐν ἐκπεπτωκότας ἀπωλείας καὶ ἀθεότητος βάραθρον») καὶ δι’ αὐτὸ ὁ ἀκολουθῶν αὐτοὺς «τοῦ χριστιανικοῦ καταλόγου, ὡς ἀλλότριος ἐξωθείσθω καὶ ἐκπιπτέτω» (ἀ’ ΣΤ’). Πράγματι ὁ ἀκολουθῶν τὴν αἵρεσιν δεν ἔχει δυνατότητα κατὰ Χριστὸν τελειώσεως καὶ σωτηρίας, ἐφ’ ὅσον «τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνώσεως» (ξθ’ Καρθαγ.) ἢ «ἐκ τῆς του Κυριακοῦ σώματος ἑνώσεως ἀνησυχάστω διχονοίᾳ» ἀποσχίζεται (ξστ’ Καρθ.), διά να μεταβὴ ἐκεῖ «ὅπου ἐκκλησία οὔκ ἐστιν» (Κανὼν Καρχηδ.), τῷ τῆς «ἀποστασίας συνεδρίῳ». Οἱ αἱρετικοὶ ὑπάρχουν «πάσης ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐκβεβλημένοι καὶ ἀνενέργητοι» (ἅ΄Γ’) τελούντες ὑπὸ τὴν κυριαρχίαν τοῦ διαβόλου. «Δώσει αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν πρὸς τὸ ἐπιγνῶναι τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἵνα ἀνασφήλωσιν οἱ ἐκ τῶν του διαβόλου βρόχων αἰχμαλωτισθέντες αὐτῷ εἰς τὸ αὐτοῦ θέλημα» (ξστ’ Καρθαγ.). Ἡ αὐστηρὰ αὔτη στάσις τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι συνέπεια τῆς Ἐκκλησιολογίας αὐτῶν. Ἐφ’ ὅσον μία μόνον Ἐκκλησία ὑπάρχει (ἐν σῶμα μόνον ἀντιστοιχεὶ εἰς τὴν μίαν κεφαλήν), εἶναι φυσικόν, ὅτι οἱ ἀποκόπτοντες ἑαυτοὺς διὰ τῆς αἱρέσεως ἢ τοῦ σχίσματος ἀπὸ τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας παύουν να εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ να ἔχουν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ «οἶκος αὐτῶν ἀφίεται ἔρημος» καὶ ἐκπίπτει εἰς «ἐκκλησίαν πονηρευομένων» (Νικηφ. Ὁμολ. Ἐπιστ. γ’). Ἐντεῦθεν καὶ τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν θεωροῦνται ὡς ἄκυρα, καθ’ ὅσον οἱ αἱρετικοὶ στεροῦνται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς δεν ὑφίσταται κἀν ἀληθὲς βάπτισμα ἢ χρῖσμα («ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος, καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος … ὅθεν οὐ δύναται χρῖσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι»). Ὁ λόγος εἶναι προφανής: «παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὔκ ἐστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν» καὶ «οὐ γὰρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν¨ Εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυσε καὶ Ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι. Εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὧν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος καὶ ἐνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ μιᾶς ἐκκλησίας ὑπὸ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης. Και διὰ τοῦτο τὰ ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα» (Κανὼν Καρχηδ.). Ὁ Κανὼν οὗτος δεν ἀποτελεῖ τι τὸ καινοφανὲς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Εἶναι ἀπήχησις τῆς Ἐκκλησιολογίας τοῦ Ἀπ. Παύλου, «ἐν σῶμα καὶ ἐν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν, εἰς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ἐφ. δ’ 4-5). Πᾶσα ἅλλῃ θεώρησις τῶν αἱρέσεων θὰ ἀνέτρεπε τὴν ἐκκλησιολογικὴν αὐτὴν βάσιν.». ‘Ελάχιστος πρός Κύριον εὐχέτης + Ὁ Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς Κήρυκος

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΚΑΘΑΙΡΕΣΙΣ ΝΙΚΟΛΑΙΤΩΝ ΥΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΣΥΝΟΔΟΥ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΗΡΥΚΟΥ ΠΡΟΣ ΟΣΙΩΤΑΤΟΝ ΜΟΝΑΧΟΝ

ΙΕΡΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΙΑ ΤΟ " ΒΑΠΤΙΣΜΑ" ΤΩΝ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΕΡΧΟΜΕΝΩΝ ΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ